- πολύδυμος
- -η, -ο, Νφρ. «πολύδυμη κύηση»ιατρ. η κυοφορία περισσότερων από ένα εμβρύων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -δυμος (< θ. τού δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. τρί-δυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
πολυδυμογένεση — η, Ν ζωολ. η ανάπτυξη πολλών εμβρύων και η ταυτόχρονη γέννηση πολλών ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύδυμος + γένεση] … Dictionary of Greek